οπαλίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπαλίνα | οι | οπαλίνες |
| γενική | της | οπαλίνας | των | (οπαλινών) |
| αιτιατική | την | οπαλίνα | τις | οπαλίνες |
| κλητική | οπαλίνα | οπαλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπαλίνα < (λόγιο δάνειο) γαλλική opaline η ιταλική opalina. Δείτε και οπάλιος[1]
Αναφορές
- οπαλίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.