οπαλίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπαλίνα οι οπαλίνες
      γενική της οπαλίνας των (οπαλινών)
    αιτιατική την οπαλίνα τις οπαλίνες
     κλητική οπαλίνα οπαλίνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπαλίνα < (λόγιο δάνειο) γαλλική opaline η ιταλική opalina. Δείτε και οπάλιος[1]

Ουσιαστικό

οπαλίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.