οπαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οπαλισμός | οι | οπαλισμοί |
| γενική | του | οπαλισμού | των | οπαλισμών |
| αιτιατική | τον | οπαλισμό | τους | οπαλισμούς |
| κλητική | οπαλισμέ | οπαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπαλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οπαλισμός αρσενικό
- διάσπαρτες μικροκοιτίδες πολυχρωμίας σε χρωματικά ουδέτερο φόντο
- (μεταφορικά) ιριδισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.