ονυχοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονυχοφαγία οι ονυχοφαγίες
      γενική της ονυχοφαγίας των ονυχοφαγιών
    αιτιατική την ονυχοφαγία τις ονυχοφαγίες
     κλητική ονυχοφαγία ονυχοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονυχοφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική onychophagie < αρχαία ελληνική ὀνυχο- (ὀνύχιον, ὄνυξ) + -φάγος > -φαγία

Ουσιαστικό

ονυχοφαγία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.