ὄνυξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀνῠχ-
ονομαστική ὄνυξ οἱ ὄνυχες
      γενική τοῦ ὄνυχος τῶν ὀνύχων
      δοτική τῷ ὄνυχ τοῖς ὄνυξ(ν)
& επικός:ὀνύχεσσι(ν)
    αιτιατική τὸν ὄνυχ τοὺς ὄνυχᾰς
     κλητική ! ὄνυξ ὄνυχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄνυχε
γεν-δοτ τοῖν  ὀνύχοιν
Η δοτική πληθυνικού -εσσι στον Όμηρο, μόνο για τα νύχια αετού.
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄνυξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃negʰ- (νύχι) (συγγενές με το λατινικό unguis)

Ουσιαστικό

ὄνυξ αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) νύχι
  2. (κατ’ επέκταση) οπλή (ζώου)
  3. (κατ’ επέκταση) άγκιστρο
  4. (ορυκτολογία) όνυχας

Εκφράσεις

  • εἰς ἄκρους τοὺς ὄνυχας ἀφίκετο (ὁ οἶνος)
  • ἐκ κορυφῆς εἰς ἄκρους ὄνυχας
  • ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων
  • ἐξ ὀνύχων
  • ἐξ ὀνύχων λέοντα (τεκμαίρεσθαι): εξ όνυχος τον λέοντα
  • ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι
  • ὄνυχας ἐπ’ ἄκρους στάς

Παράγωγα

  • ὀνύχιον (υποκοριστικό)
  • ὀνυχο-
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.