ονυχοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ονυχοφάγος | οι | ονυχοφάγοι |
| γενική | του/της | ονυχοφάγου | των | ονυχοφάγων |
| αιτιατική | τον/την | ονυχοφάγο | τους/τις | ονυχοφάγους |
| κλητική | ονυχοφάγε | ονυχοφάγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ονυχοφάγος < ονυχο- + -φάγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
ονυχοφάγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.