ομογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομογραφικός | η | ομογραφική | το | ομογραφικό |
| γενική | του | ομογραφικού | της | ομογραφικής | του | ομογραφικού |
| αιτιατική | τον | ομογραφικό | την | ομογραφική | το | ομογραφικό |
| κλητική | ομογραφικέ | ομογραφική | ομογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομογραφικοί | οι | ομογραφικές | τα | ομογραφικά |
| γενική | των | ομογραφικών | των | ομογραφικών | των | ομογραφικών |
| αιτιατική | τους | ομογραφικούς | τις | ομογραφικές | τα | ομογραφικά |
| κλητική | ομογραφικοί | ομογραφικές | ομογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομογραφικός < ομογραφία
Επίθετο
ομογραφικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ομογραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.