ομοιόβαθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιόβαθμος η ομοιόβαθμη το ομοιόβαθμο
      γενική του ομοιόβαθμου της ομοιόβαθμης του ομοιόβαθμου
    αιτιατική τον ομοιόβαθμο την ομοιόβαθμη το ομοιόβαθμο
     κλητική ομοιόβαθμε ομοιόβαθμη ομοιόβαθμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιόβαθμοι οι ομοιόβαθμες τα ομοιόβαθμα
      γενική των ομοιόβαθμων των ομοιόβαθμων των ομοιόβαθμων
    αιτιατική τους ομοιόβαθμους τις ομοιόβαθμες τα ομοιόβαθμα
     κλητική ομοιόβαθμοι ομοιόβαθμες ομοιόβαθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομοιόβαθμος < όμοιος + -ο- + βαθμός + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική du même grade)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.miˈo.vaθ.mos/

Επίθετο

ομοιόβαθμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.