peer

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
peer peers

peer (en)

  1. ο συνομήλικος, κάποιος που βρίσκεται στο ίδιο κοινωνικό ή επαγγελματικό επίπεδο με άλλους ή κάποιος που έχει την ίδια ηλικία
    The association of the child with his peers will help him in his socialization.
    H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
  2. (ΗΒ) ευγενής με κληρονομικό τίτλο

Ρήμα

ενεστώτας peer
γ΄ ενικό ενεστώτα peers
αόριστος peered
παθητική μετοχή peered
ενεργητική μετοχή peering

peer (en)

Πηγές



Αφρικάανς (af)

Ουσιαστικό

peer (af)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

peer (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.