ομοιοτέλευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιοτέλευτος η ομοιοτέλευτη το ομοιοτέλευτο
      γενική του ομοιοτέλευτου της ομοιοτέλευτης του ομοιοτέλευτου
    αιτιατική τον ομοιοτέλευτο την ομοιοτέλευτη το ομοιοτέλευτο
     κλητική ομοιοτέλευτε ομοιοτέλευτη ομοιοτέλευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιοτέλευτοι οι ομοιοτέλευτες τα ομοιοτέλευτα
      γενική των ομοιοτέλευτων των ομοιοτέλευτων των ομοιοτέλευτων
    αιτιατική τους ομοιοτέλευτους τις ομοιοτέλευτες τα ομοιοτέλευτα
     κλητική ομοιοτέλευτοι ομοιοτέλευτες ομοιοτέλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομοιοτέλευτος < αρχαία ελληνική ὁμοιοτέλευτος

Επίθετο

ομοιοτέλευτος

  1. (λόγιο) ομοιοκατάληκτος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (λογοτεχνικό) ομοιοτέλευτο, ομοιοτέλευτον: σχήμα σύμφωνα με το οποίο εμφανίζεται ομοιοκαταληξία στο τέλος δύο ή περισσότερων διαδοχικών ή κοντινών στίχων, προτάσεων κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.