ομοιοκαταληξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιοκαταληξία οι ομοιοκαταληξίες
      γενική της ομοιοκαταληξίας των ομοιοκαταληξιών
    αιτιατική την ομοιοκαταληξία τις ομοιοκαταληξίες
     κλητική ομοιοκαταληξία ομοιοκαταληξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοιοκαταληξία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὁμοιοκαταληξία (όρος γραμματικής: με όμοιες καταλήξεις) < ελληνιστική κοινή ὁμοιοκατάληκτος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομοιο- + καταλήγω/κατάληξη, καταληξ- + -ία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.mi.o.ka.ta.liˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομοιοκαταληξία

Ουσιαστικό

ομοιοκαταληξία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.