ολοφυρόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοφυρόμενος | η | ολοφυρόμενη | το | ολοφυρόμενο |
| γενική | του | ολοφυρόμενου | της | ολοφυρόμενης | του | ολοφυρόμενου |
| αιτιατική | τον | ολοφυρόμενο | την | ολοφυρόμενη | το | ολοφυρόμενο |
| κλητική | ολοφυρόμενε | ολοφυρόμενη | ολοφυρόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοφυρόμενοι | οι | ολοφυρόμενες | τα | ολοφυρόμενα |
| γενική | των | ολοφυρόμενων | των | ολοφυρόμενων | των | ολοφυρόμενων |
| αιτιατική | τους | ολοφυρόμενους | τις | ολοφυρόμενες | τα | ολοφυρόμενα |
| κλητική | ολοφυρόμενοι | ολοφυρόμενες | ολοφυρόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολοφυρόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ολοφύρομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ολοφύρομαι
Μεταφράσεις
ολοφυρόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.