ολοφύρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ολοφύρομαι < αρχαία ελληνική ὀλοφύρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *olbʰ- + -ύρομαι

Ρήμα

ολοφύρομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.