ολομέρεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολομέρεια οι ολομέρειες
      γενική της ολομέρειας των ολομερειών
    αιτιατική την ολομέρεια τις ολομέρειες
     κλητική ολομέρεια ολομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολομέρεια < ελληνιστική κοινή ὁλομέρεια < αρχαία ελληνική ὁλομερής < ὅλος + μέρος

Ουσιαστικό

ολομέρεια θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.