ολιγοζωία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολιγοζωία | οι | ολιγοζωίες |
| γενική | της | ολιγοζωίας | των | ολιγοζωιών |
| αιτιατική | την | ολιγοζωία | τις | ολιγοζωίες |
| κλητική | ολιγοζωία | ολιγοζωίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολιγοζωία < μεσαιωνική ελληνική ολιγοζωία[1] < ολιγόζωος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ζωή
Συνώνυμα
Συγγενικά
Πηγές
- ολιγοζωία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ολιγοζωία
|
|
- ολιγοζωία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.