ολιγοδάπανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγοδάπανος | η | ολιγοδάπανη | το | ολιγοδάπανο |
| γενική | του | ολιγοδάπανου | της | ολιγοδάπανης | του | ολιγοδάπανου |
| αιτιατική | τον | ολιγοδάπανο | την | ολιγοδάπανη | το | ολιγοδάπανο |
| κλητική | ολιγοδάπανε | ολιγοδάπανη | ολιγοδάπανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγοδάπανοι | οι | ολιγοδάπανες | τα | ολιγοδάπανα |
| γενική | των | ολιγοδάπανων | των | ολιγοδάπανων | των | ολιγοδάπανων |
| αιτιατική | τους | ολιγοδάπανους | τις | ολιγοδάπανες | τα | ολιγοδάπανα |
| κλητική | ολιγοδάπανοι | ολιγοδάπανες | ολιγοδάπανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολιγοδάπανος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοδάπανος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + δαπάνη
Επίθετο
ολιγοδάπανος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) που δεν δαπανά πολλά ή δεν δαπανούνται πολλά γι’ αυτόν
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Πηγές
- ολιγοδάπανος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ολιγοδάπανος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.