ολιγαιμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγαιμία οι ολιγαιμίες
      γενική της ολιγαιμίας των ολιγαιμιών
    αιτιατική την ολιγαιμία τις ολιγαιμίες
     κλητική ολιγαιμία ολιγαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολιγαιμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγαιμία < ὀλίγαιμος < ὀλίγος + αἷμα

Προφορά

ΔΦΑ : /o.li.ʝeˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολιγαιμία

Ουσιαστικό

ολιγαιμία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.