ὀλιγαιμία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὀλιγαιμίᾱ | αἱ | ὀλιγαιμίαι |
| γενική | τῆς | ὀλιγαιμίᾱς | τῶν | ὀλιγαιμιῶν |
| δοτική | τῇ | ὀλιγαιμίᾳ | ταῖς | ὀλιγαιμίαις |
| αιτιατική | τὴν | ὀλιγαιμίᾱν | τὰς | ὀλιγαιμίᾱς |
| κλητική ὦ! | ὀλιγαιμίᾱ | ὀλιγαιμίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλιγαιμίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀλιγαιμίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ὀλιγαιμία θηλυκό
- (ιατρική) ολιγαιμία
- Διὸ καὶ γηράσκει ταχέως τὰ λίαν πίονα· ὀλίγαιμα γὰρ ἅτε εἰς τὴν πιότητα ἀναλισκομένου τοῦ αἵματος, τὰ δ’ ὀλίγαιμα ἤδη προωδοποίηται πρὸς τὴν φθοράν· ἡ γὰρ φθορὰ ὀλιγαιμία τίς ἐστι, καὶ τὸ ὀλίγον παθητικὸν καὶ ὑπὸ ψυχροῦ τοῦ τυχόντος καὶ ὑπὸ θερμοῦ. (Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων, βιβλίο 2, κεφάλαιο 5 - 651b)
Πηγές
- ὀλιγαιμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.