ὀλίγαιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὀλίγαιμος τὸ ὀλίγαιμον οἱ, αἱ ὀλίγαιμοι τὰ ὀλίγαιμα
Γενική τοῦ, τῆς ὀλιγαίμου τοῦ ὀλιγαίμου τῶν ὀλιγαίμων τῶν ὀλιγαίμων
Δοτική τῷ, τῇ ὀλιγαίμῳ τῷ ὀλιγαίμῳ τοῖς, ταῖς ὀλιγαίμοις τοῖς ὀλιγαίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὀλίγαιμον τὸ ὀλίγαιμον τοὺς, τὰς ὀλιγαίμους τὰ ὀλίγαιμα
Κλητική ὀλίγαιμε ὀλίγαιμον ὀλίγαιμοι ὀλίγαιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὀλιγαίμω
Γενική-Δοτική ὀλιγαίμοιν

Ετυμολογία

ὀλίγαιμος < ὀλίγος + αἷμα

Επίθετο

ὀλίγαιμος, -ος, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.