οιστρηλατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οιστρηλατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰστρηλατέω, -ῶ[1] < οἰστρήλατος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.stɾi.laˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐στρη‐λα‐τώ
Ρήμα
οιστρηλατώ
- παρασύρω σε μεγάλο ενθουσιασμό, πάθος, συναισθηματική ή δημιουργική έξαψη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οιστρηλατώ
|
|
Αναφορές
- οιστρηλατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.