οικότροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | οικότροφος | οι | οικότροφοι |
| γενική | του/της του |
οικοτρόφου οικότροφου |
των | οικοτρόφων |
| αιτιατική | τον/την | οικότροφο | τους/τις τους |
οικοτρόφους οικότροφους |
| κλητική | οικότροφε | οικότροφοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈko.tɾo.fos/
Ουσιαστικό
οικότροφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ζει και τρέφεται σε ένα ξένο σπίτι επί πληρωμή
- εσωτερικός μαθητής σε κάποια σχολή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οικότροφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.