οικογενειακώς

Νέα ελληνικά (el)

Επίρρημα

οικογενειακώς

  • (λόγιο) ως οικογένεια (για κάτι που αφορά σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας)
μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.