family
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| family | families |
Ουσιαστικό
family (en)
- η οικογένεια, σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό
- ↪ He works to support his family.
- Δουλεύει για να συντηρήσει την οικογένειά του.
- ↪ He’s a member of the family now.
- Είναι μέλος της οικογένειας τώρα.
- ↪ On Sundays we eat as a family.
- Τις Κυριακές τρώμε οικογενειακώς.
- ↪ He works to support his family.
- η οικογένεια, σύνολο ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με ποικίλους δεσμούς αίματος ή και αγχιστείας
- ↪ The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
- Στο γλέντι για τα βαφτίσια του μωρού μαζεύτηκε όλη η οικογένεια.
- ↪ The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.