οδόστρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδόστρωση οι οδοστρώσεις
      γενική της οδόστρωσης* των οδοστρώσεων
    αιτιατική την οδόστρωση τις οδοστρώσεις
     κλητική οδόστρωση οδοστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οδοστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδόστρωση < (καθαρεύουσα) ὁδόστρωσις < (ελληνιστική κοινή) ὁδοστρωσία < αρχαία ελληνική ὁδός + στρώννυμι

Ουσιαστικό

οδόστρωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.