γρανάζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γρανάζι | τα | γρανάζια |
| γενική | του | γραναζιού | των | γραναζιών |
| αιτιατική | το | γρανάζι | τα | γρανάζια |
| κλητική | γρανάζι | γρανάζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ζεύγος γραναζιών: το μικρό έχει 10 δόντια και το μεγάλο 28 με αποτέλεσμα σε κάθε περιστροφή του μεγάλου το μικρό να εκτελεί 2,8 περιστροφές.
Ετυμολογία
- γρανάζι < (άμεσο δάνειο) γαλλική engrenage + -ι με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈna.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐νά‐ζι
Ουσιαστικό
γρανάζι ουδέτερο
Υπερώνυμα
Παράγωγα
- γραναζάκι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γρανάζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.