αδρομερώς
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αδρομερώς
<
ελληνιστική κοινή
ἁδρομερῶς
<
ἁδρομερής
Επίρρημα
αδρομερώς
(
λόγιο
)
κατά
τρόπο
αδρομερή
, σε
χοντρές
/
γενικές
)
γραμμές
Αντώνυμα
λεπτομερώς
Μεταφράσεις
αδρομερώς
αγγλικά
:
generally
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.