ογδοηκοστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ογδοηκοστός | η | ογδοηκοστή | το | ογδοηκοστό |
| γενική | του | ογδοηκοστού | της | ογδοηκοστής | του | ογδοηκοστού |
| αιτιατική | τον | ογδοηκοστό | την | ογδοηκοστή | το | ογδοηκοστό |
| κλητική | ογδοηκοστέ | ογδοηκοστή | ογδοηκοστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ογδοηκοστοί | οι | ογδοηκοστές | τα | ογδοηκοστά |
| γενική | των | ογδοηκοστών | των | ογδοηκοστών | των | ογδοηκοστών |
| αιτιατική | τους | ογδοηκοστούς | τις | ογδοηκοστές | τα | ογδοηκοστά |
| κλητική | ογδοηκοστοί | ογδοηκοστές | ογδοηκοστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ογδοηκοστός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ογδοηκοστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.