θράκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θράκα | οι | θράκες |
| γενική | της | θράκας | — | |
| αιτιατική | τη | θράκα | τις | θράκες |
| κλητική | θράκα | θράκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θράκα < αθράκα < αθράκι < (ελληνιστική κοινή) ἀνθράκιον < αρχαία ελληνική ἄνθραξ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.