οβελισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οβελισμός | οι | οβελισμοί |
| γενική | του | οβελισμού | των | οβελισμών |
| αιτιατική | τον | οβελισμό | τους | οβελισμούς |
| κλητική | οβελισμέ | οβελισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οβελισμός < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οβελισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.