ξώπετσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξώπετσος η ξώπετση το ξώπετσο
      γενική του ξώπετσου της ξώπετσης του ξώπετσου
    αιτιατική τον ξώπετσο την ξώπετση το ξώπετσο
     κλητική ξώπετσε ξώπετση ξώπετσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξώπετσοι οι ξώπετσες τα ξώπετσα
      γενική των ξώπετσων των ξώπετσων των ξώπετσων
    αιτιατική τους ξώπετσους τις ξώπετσες τα ξώπετσα
     κλητική ξώπετσοι ξώπετσες ξώπετσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξώπετσος < ξω- + πέτσα

Επίθετο

ξώπετσος, -η, -ο

ξώπετσο τραύμα
 συνώνυμα: επιδερμικός
  • (κατ' επέκταση και μεταφορικά) που δεν προχωρά στο βάθος των πραγμάτων
 συνώνυμα: επιπόλαιος, επιφανειακός, ρηχός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

επιφανειακός (βλέπε λέξη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.