ξόδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξόδι | τα | ξόδια |
| γενική | του | ξοδιού | των | ξοδιών |
| αιτιατική | το | ξόδι | τα | ξόδια |
| κλητική | ξόδι | ξόδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξόδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξόδι και ἐξόδιον < αρχαία ελληνική ἐξόδιον[1] μέλος (το τέλος μιας τραγωδίας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkso.ði/
Ουσιαστικό
ξόδι ουδέτερο (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις
ξόδι
|
Αναφορές
- ξόδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ξόδι < και ἐξόδιον < αρχαία ελληνική ἐξόδιος, ἐξόδιον[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ξόδι
Ουσιαστικό
ξόδι ουδέτερο
- άλλη μορφή του ἐξόδιον: κηδεία
- ※ κι’ ἁρπῶ νυφάδες καὶ γαμπρούς, γέροντες καὶ κοπέλια,
καὶ κάνω ’ξόδια τσῆ χαραῖς καὶ κλάϋματα τὰ γέλοια- Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη (1595), Πρόλoγος, στίχοι 83‑84. Έκδ. Κωνσταντίνου Σάθα. Βενετία: Τύποις Φοίνικος, 1878 pdf@anemi πρόσβαση:2019.05.25.
- (μεταγραφή) και αρπώ νυφάδες και γαμπρούς, γέροντες και κοπέλια, και κάνω ξόδια τσι χαρές και κλάυματα τα γέλια
- ※ κι’ ἁρπῶ νυφάδες καὶ γαμπρούς, γέροντες καὶ κοπέλια,
Κλιτικοί τύποι
- ξόδια (πληθυντικός)
Αναφορές
- ξόδι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.