εξόδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξόδιος | η | εξόδια & εξόδιος |
το | εξόδιο |
| γενική | του | εξόδιου & εξοδίου |
της | εξόδιας & εξοδίου |
του | εξόδιου & εξοδίου |
| αιτιατική | τον | εξόδιο | την | εξόδια & εξόδιο |
το | εξόδιο |
| κλητική | εξόδιε | εξόδια & εξόδιε |
εξόδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξόδιοι | οι | εξόδιες & εξόδιοι |
τα | εξόδια |
| γενική | των | εξόδιων & εξοδίων |
των | εξόδιων & εξοδίων |
των | εξόδιων & εξοδίων |
| αιτιατική | τους | εξόδιους & εξοδίους |
τις | εξόδιες & εξοδίους |
τα | εξόδια |
| κλητική | εξόδιοι | εξόδιες & εξόδιοι |
εξόδια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εξόδιος
- που οδηγεί στην έξοδο, συνήθως μεταφορικά, στην έξοδο από τη ζωή / στο τέλος
- (σχετικά με το θάνατο) εξόδιος ακολουθία, εξόδιος χαιρετισμός, εξόδιος θεία λειτουργία
- εξόδιος ομιλία
- εξόδιον μέλος (το τελευταίο τμήμα σε τραγωδία)
- εξόδιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εξόδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ομώνυμα / Ομόηχα
- εξοδία
Μεταφράσεις
εξόδιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.