ξυπόλυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξυπόλυτος | η | ξυπόλυτη | το | ξυπόλυτο |
| γενική | του | ξυπόλυτου | της | ξυπόλυτης | του | ξυπόλυτου |
| αιτιατική | τον | ξυπόλυτο | την | ξυπόλυτη | το | ξυπόλυτο |
| κλητική | ξυπόλυτε | ξυπόλυτη | ξυπόλυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξυπόλυτοι | οι | ξυπόλυτες | τα | ξυπόλυτα |
| γενική | των | ξυπόλυτων | των | ξυπόλυτων | των | ξυπόλυτων |
| αιτιατική | τους | ξυπόλυτους | τις | ξυπόλυτες | τα | ξυπόλυτα |
| κλητική | ξυπόλυτοι | ξυπόλυτες | ξυπόλυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

ξυπόλυτος άνθρωπος
Ετυμολογία
- ξυπόλυτος < μεσαιωνική ελληνική ξυπόλυτος < ἐξυπόλυτος < ἐξυπολύομαι < ἐξ + αρχαία ελληνική ὑπολύω < λύω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ξυπολιέμαι
- ξυπολυσιά
- → δείτε τις λέξεις εξ, υπό και λύω
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.