ξυπολιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυπολιέμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εξυπολύομαι, παθητική φωνή του ρήματος εξυπολύω < ἐξ + αρχαία ελληνική ὑπολύω < ὑπό + λύω
Συνώνυμα
- ξεπαπουτσώνομαι
Μεταφράσεις
ξυπολιέμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.