ξυπνημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξυπνημένος | η | ξυπνημένη | το | ξυπνημένο |
| γενική | του | ξυπνημένου | της | ξυπνημένης | του | ξυπνημένου |
| αιτιατική | τον | ξυπνημένο | την | ξυπνημένη | το | ξυπνημένο |
| κλητική | ξυπνημένε | ξυπνημένη | ξυπνημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξυπνημένοι | οι | ξυπνημένες | τα | ξυπνημένα |
| γενική | των | ξυπνημένων | των | ξυπνημένων | των | ξυπνημένων |
| αιτιατική | τους | ξυπνημένους | τις | ξυπνημένες | τα | ξυπνημένα |
| κλητική | ξυπνημένοι | ξυπνημένες | ξυπνημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.pniˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐πνη‐μέ‐νος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αγουροξυπνημένος
- βαριοξυπνημένος
- κακοξυπνημένος
- μισοξυπνημένος
- ξαφνοξυπνημένος
- φρεσκοξυπνημένος
Μεταφράσεις
ξυπνημένος
|
|
Αναφορές
- {Π:ΑΛΝΕ}}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.