ξυλοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλοειδής η ξυλοειδής το ξυλοειδές
      γενική του ξυλοειδούς* της ξυλοειδούς του ξυλοειδούς
    αιτιατική τον ξυλοειδή την ξυλοειδή το ξυλοειδές
     κλητική ξυλοειδή(ς) ξυλοειδής ξυλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλοειδείς οι ξυλοειδείς τα ξυλοειδή
      γενική των ξυλοειδών των ξυλοειδών των ξυλοειδών
    αιτιατική τους ξυλοειδείς τις ξυλοειδείς τα ξυλοειδή
     κλητική ξυλοειδείς ξυλοειδείς ξυλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξυλοειδής < αρχαία ελληνική ξυλοειδής < ξύλον + εἶδος

Επίθετο

ξυλοειδής, -ής, -ές


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.