ξιφομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ξιφομάχος | οι | ξιφομάχοι |
| γενική | του/της | ξιφομάχου | των | ξιφομάχων |
| αιτιατική | τον/την | ξιφομάχο | τους/τις | ξιφομάχους |
| κλητική | ξιφομάχε | ξιφομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξιφομάχος < ξιφομαχ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Αναλύεται σε ξίφ(ος) + -ο- + -μάχος
Ουσιαστικό
ξιφομάχος αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές
- ξιφομάχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.