ξιφασκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξιφασκία οι ξιφασκίες
      γενική της ξιφασκίας των ξιφασκιών
    αιτιατική την ξιφασκία τις ξιφασκίες
     κλητική ξιφασκία ξιφασκίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξιφασκία < ξίφ(ος) + -ασκία (< ασκώ) κατά την αρχαία λέξη σωμασκία[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1872

Προφορά

ΔΦΑ : /ksi.faˈsci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξιφασκία
στιγμιότυπο από αγώνα ξιφασκίας

Ουσιαστικό

ξιφασκία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (αθλητισμός) άθλημα μεταξύ δύο ξιφομάχων σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο· στη διάρκεια του αγώνα οι αθλητές φορούν μάσκα, λευκή στολή και ειδικά γάντια και προσπαθούν να αγγίξουν με το ξίφος το σώμα του αντιπάλου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.