ξιφασκία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξιφασκία | οι | ξιφασκίες |
| γενική | της | ξιφασκίας | των | ξιφασκιών |
| αιτιατική | την | ξιφασκία | τις | ξιφασκίες |
| κλητική | ξιφασκία | ξιφασκίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξιφασκία θηλυκό, μόνο στον ενικό
-
ξιφασκία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξιφασκία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
