ξιφομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξιφομαχία οι ξιφομαχίες
      γενική της ξιφομαχίας των ξιφομαχιών
    αιτιατική την ξιφομαχία τις ξιφομαχίες
     κλητική ξιφομαχία ξιφομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξιφομαχία < ξιφομάχος + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /ksi.fo.maˈçi.a/

Ουσιαστικό

ξιφομαχία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.