ξηραντήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξηραντήριο τα ξηραντήρια
      γενική του ξηραντήριου
& ξηραντηρίου
των ξηραντήριων
& ξηραντηρίων
    αιτιατική το ξηραντήριο τα ξηραντήρια
     κλητική ξηραντήριο ξηραντήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξηραντήριο < ξηραίνω + -τήριο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική séchoir)

Ουσιαστικό

ξηραντήριο ουδέτερο

  1. ειδική κατασκευή ή συσκευή όπου γίνεται η ξήρανση
  2. ειδικά διαμορφωμένος χώρος όπου γίνεται η ξήρανση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.