ξεστραβώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεστραβώνω < ξε- + στραβώνω < στραβός < αρχαία ελληνική στραβός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.stɾaˈvo.no/

Ρήμα

ξεστραβώνω (παθητική φωνή: ξεστραβώνομαι)

  1. ισιώνω κάτι στραβό
    Μήπως μπορείς να ξεστραβώσεις την κεραία;
  2. (λαϊκότροπο) (υβριστικό) ενημερώνω τρόπον τινά κάποιον, τον κάνω να ανοίξει τα μάτια του και να γνωρίσει την αλήθεια ή να πάψει να εθελοτυφλεί (κυρίως το μεσοπαθητικό)
    Άντε ρε διάβασε και καμιά εφημερίδα να ξεστραβωθείς που ζεις στην κοσμάρα σου
    Μάγκα μου, αυτή γουστάρει το Νίκο. Ξεστραβώσου και βρες καμια άλλη
  3. τυφλώνω, στραβώνω κάποιον με τους προβολείς του αυτοκινήτου μου ή με άλλο τρόπο, κουράζω τα μάτια μου
    Δεν έχεις μεσαία φώτα κυρά μου; Μας ξεστράβωσες
    Ξεστραβώθηκα να διαβάζω όλη νύχτα
    Με ξεστράβωσε το μέγεθος της γραμματοσειράς

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.