γραμματοσειρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραμματοσειρά οι γραμματοσειρές
      γενική της γραμματοσειράς των γραμματοσειρών
    αιτιατική τη γραμματοσειρά τις γραμματοσειρές
     κλητική γραμματοσειρά γραμματοσειρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραμματοσειρά < γράμμα + -ο- + σειρά

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.ma.to.siˈɾa/
το σήμα του δολαρίου σε διάφορες γραμματοσειρές

Ουσιαστικό

γραμματοσειρά θηλυκό

  1. (τυπογραφία, πληροφορική) μια σειρά, ένα σύνολο γραμμάτων, σημείων στίξης, αριθμών κ.λπ., με κοινό σχεδιασμό, αισθητική και χαρακτηριστικά στοιχεία
  2. (πληροφορική) το αρχείο που περιέχει τον κώδικα για την απεικόνιση της γραμματοσειράς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.