ξεστραβώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεστραβώνομαι | ξεστραβωνόμουν(α) | θα ξεστραβώνομαι | να ξεστραβώνομαι | ||
| β' ενικ. | ξεστραβώνεσαι | ξεστραβωνόσουν(α) | θα ξεστραβώνεσαι | να ξεστραβώνεσαι | (ξεστραβώνου) | |
| γ' ενικ. | ξεστραβώνεται | ξεστραβωνόταν(ε) | θα ξεστραβώνεται | να ξεστραβώνεται | ||
| α' πληθ. | ξεστραβωνόμαστε | ξεστραβωνόμαστε ξεστραβωνόμασταν |
θα ξεστραβωνόμαστε | να ξεστραβωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεστραβώνεστε | ξεστραβωνόσαστε ξεστραβωνόσασταν |
θα ξεστραβώνεστε | να ξεστραβώνεστε | (ξεστραβώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεστραβώνονται | ξεστραβώνονταν ξεστραβωνόντουσαν |
θα ξεστραβώνονται | να ξεστραβώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεστραβώθηκα | θα ξεστραβωθώ | να ξεστραβωθώ | ξεστραβωθεί | ||
| β' ενικ. | ξεστραβώθηκες | θα ξεστραβωθείς | να ξεστραβωθείς | ξεστραβώσου | ||
| γ' ενικ. | ξεστραβώθηκε | θα ξεστραβωθεί | να ξεστραβωθεί | |||
| α' πληθ. | ξεστραβωθήκαμε | θα ξεστραβωθούμε | να ξεστραβωθούμε | |||
| β' πληθ. | ξεστραβωθήκατε | θα ξεστραβωθείτε | να ξεστραβωθείτε | ξεστραβωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεστραβώθηκαν ξεστραβωθήκαν(ε) |
θα ξεστραβωθούν(ε) | να ξεστραβωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεστραβωθεί | είχα ξεστραβωθεί | θα έχω ξεστραβωθεί | να έχω ξεστραβωθεί | ξεστραβωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεστραβωθεί | είχες ξεστραβωθεί | θα έχεις ξεστραβωθεί | να έχεις ξεστραβωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεστραβωθεί | είχε ξεστραβωθεί | θα έχει ξεστραβωθεί | να έχει ξεστραβωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεστραβωθεί | είχαμε ξεστραβωθεί | θα έχουμε ξεστραβωθεί | να έχουμε ξεστραβωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεστραβωθεί | είχατε ξεστραβωθεί | θα έχετε ξεστραβωθεί | να έχετε ξεστραβωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεστραβωθεί | είχαν ξεστραβωθεί | θα έχουν ξεστραβωθεί | να έχουν ξεστραβωθεί | ||
Μεταφράσεις
ξεστραβώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.