ξεραΐλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεραΐλα οι ξεραΐλες
      γενική της ξεραΐλας
    αιτιατική την ξεραΐλα τις ξεραΐλες
     κλητική ξεραΐλα ξεραΐλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεραΐλα < ξερός + -α- + -ίλα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.raˈi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεραίλα

Ουσιαστικό

ξεραΐλα θηλυκό

  1. (οικείο) ξηρασία λόγω ανομβρίας
  2. (οικείο, συνεκδοχικά) ξερότοπος
  3. (οικείο, μεταφορικά) έλλειψη (σπουδαίας) δημιουργίας, δραστηριότητας κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.