ξεπροβοδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεπροβοδισμένος | η | ξεπροβοδισμένη | το | ξεπροβοδισμένο |
| γενική | του | ξεπροβοδισμένου | της | ξεπροβοδισμένης | του | ξεπροβοδισμένου |
| αιτιατική | τον | ξεπροβοδισμένο | την | ξεπροβοδισμένη | το | ξεπροβοδισμένο |
| κλητική | ξεπροβοδισμένε | ξεπροβοδισμένη | ξεπροβοδισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεπροβοδισμένοι | οι | ξεπροβοδισμένες | τα | ξεπροβοδισμένα |
| γενική | των | ξεπροβοδισμένων | των | ξεπροβοδισμένων | των | ξεπροβοδισμένων |
| αιτιατική | τους | ξεπροβοδισμένους | τις | ξεπροβοδισμένες | τα | ξεπροβοδισμένα |
| κλητική | ξεπροβοδισμένοι | ξεπροβοδισμένες | ξεπροβοδισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.pɾo.vo.ðiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐προ‐βο‐δι‐σμέ‐νος
Μετοχή
ξεπροβοδισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεπροβοδώ ή ξεπροβοδίζω και ξεπροβοδώνω
Μεταφράσεις
ξεπροβοδισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.