ξεπροβοδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
ξεπροβοδίζω
- συνοδεύω κάποιον έξω από (ένα σπίτι, κλπ.)
- Είναι αγένεια να μην ξεπροβοδίζεις τους καλεσμένους σου.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προβοδίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπροβοδίζω | ξεπροβόδιζα | θα ξεπροβοδίζω | να ξεπροβοδίζω | ξεπροβοδίζοντας | |
| β' ενικ. | ξεπροβοδίζεις | ξεπροβόδιζες | θα ξεπροβοδίζεις | να ξεπροβοδίζεις | ξεπροβόδιζε | |
| γ' ενικ. | ξεπροβοδίζει | ξεπροβόδιζε | θα ξεπροβοδίζει | να ξεπροβοδίζει | ||
| α' πληθ. | ξεπροβοδίζουμε | ξεπροβοδίζαμε | θα ξεπροβοδίζουμε | να ξεπροβοδίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεπροβοδίζετε | ξεπροβοδίζατε | θα ξεπροβοδίζετε | να ξεπροβοδίζετε | ξεπροβοδίζετε | |
| γ' πληθ. | ξεπροβοδίζουν(ε) | ξεπροβόδιζαν ξεπροβοδίζαν(ε) |
θα ξεπροβοδίζουν(ε) | να ξεπροβοδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπροβόδισα | θα ξεπροβοδίσω | να ξεπροβοδίσω | ξεπροβοδίσει | ||
| β' ενικ. | ξεπροβόδισες | θα ξεπροβοδίσεις | να ξεπροβοδίσεις | ξεπροβόδισε | ||
| γ' ενικ. | ξεπροβόδισε | θα ξεπροβοδίσει | να ξεπροβοδίσει | |||
| α' πληθ. | ξεπροβοδίσαμε | θα ξεπροβοδίσουμε | να ξεπροβοδίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεπροβοδίσατε | θα ξεπροβοδίσετε | να ξεπροβοδίσετε | ξεπροβοδίστε | ||
| γ' πληθ. | ξεπροβόδισαν ξεπροβοδίσαν(ε) |
θα ξεπροβοδίσουν(ε) | να ξεπροβοδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεπροβοδίσει | είχα ξεπροβοδίσει | θα έχω ξεπροβοδίσει | να έχω ξεπροβοδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεπροβοδίσει | είχες ξεπροβοδίσει | θα έχεις ξεπροβοδίσει | να έχεις ξεπροβοδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπροβοδίσει | είχε ξεπροβοδίσει | θα έχει ξεπροβοδίσει | να έχει ξεπροβοδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπροβοδίσει | είχαμε ξεπροβοδίσει | θα έχουμε ξεπροβοδίσει | να έχουμε ξεπροβοδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπροβοδίσει | είχατε ξεπροβοδίσει | θα έχετε ξεπροβοδίσει | να έχετε ξεπροβοδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπροβοδίσει | είχαν ξεπροβοδίσει | θα έχουν ξεπροβοδίσει | να έχουν ξεπροβοδίσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεπροβοδίζω
|
- ξεπροβοδίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- προβοδάω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πρόβοδος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.