ξεπεταγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπεταγμένος η ξεπεταγμένη το ξεπεταγμένο
      γενική του ξεπεταγμένου της ξεπεταγμένης του ξεπεταγμένου
    αιτιατική τον ξεπεταγμένο την ξεπεταγμένη το ξεπεταγμένο
     κλητική ξεπεταγμένε ξεπεταγμένη ξεπεταγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπεταγμένοι οι ξεπεταγμένες τα ξεπεταγμένα
      γενική των ξεπεταγμένων των ξεπεταγμένων των ξεπεταγμένων
    αιτιατική τους ξεπεταγμένους τις ξεπεταγμένες τα ξεπεταγμένα
     κλητική ξεπεταγμένοι ξεπεταγμένες ξεπεταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεπεταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπετώ

Μετοχή

ξεπεταγμένος, -η, -ο

  • εκείνος ή εκέινη που έχει πρόωρη σωματική ανάπτυξη
Ήταν μόλις 12 χρονών αλλά ξεπεταγμένη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.