ξεπετάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεπετάγομαι < ξεπετώ
Ρήμα
ξεπετάγομαι
- μεγαλώνω, μπορώ πια να περπατήσω (για νήπια) ή πάω πια στο σχολείο ή είμαι πλέον έφηβος, μοιάζω γυναίκα ή άνδρας αντίστοιχα
- πετάγομαι αιφνιδιαστικά χωρίς να με περιμένουν
- ※ Ξεπετάχτηκε τρομαγμένη και κοίταξε γύρω. (Πηνελόπη Δέλτα (1921) Το γραφτό [διήγημα])
Συγγενικά
- ξεπεταγμένος
- ξεπετώντας
- ξεπέταγμα
- (λαϊκότροπο) η ξεπέτα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπετάγομαι | ξεπεταγόμουν(α) | θα ξεπετάγομαι | να ξεπετάγομαι | ||
| β' ενικ. | ξεπετάγεσαι | ξεπεταγόσουν(α) | θα ξεπετάγεσαι | να ξεπετάγεσαι | (ξεπετάγου) | |
| γ' ενικ. | ξεπετάγεται | ξεπεταγόταν(ε) | θα ξεπετάγεται | να ξεπετάγεται | ||
| α' πληθ. | ξεπεταγόμαστε | ξεπεταγόμαστε ξεπεταγόμασταν |
θα ξεπεταγόμαστε | να ξεπεταγόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεπετάγεστε | ξεπεταγόσαστε ξεπεταγόσασταν |
θα ξεπετάγεστε | να ξεπετάγεστε | (ξεπετάγεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεπετάγονται | ξεπετάγονταν ξεπεταγόντουσαν |
θα ξεπετάγονται | να ξεπετάγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπετάχτηκα | θα ξεπεταχτώ | να ξεπεταχτώ | ξεπεταχτεί | ||
| β' ενικ. | ξεπετάχτηκες | θα ξεπεταχτείς | να ξεπεταχτείς | ξεπετάξου | ||
| γ' ενικ. | ξεπετάχτηκε | θα ξεπεταχτεί | να ξεπεταχτεί | |||
| α' πληθ. | ξεπεταχτήκαμε | θα ξεπεταχτούμε | να ξεπεταχτούμε | |||
| β' πληθ. | ξεπεταχτήκατε | θα ξεπεταχτείτε | να ξεπεταχτείτε | ξεπεταχτείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεπετάχτηκαν ξεπεταχτήκαν(ε) |
θα ξεπεταχτούν(ε) | να ξεπεταχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεπεταχτεί | είχα ξεπεταχτεί | θα έχω ξεπεταχτεί | να έχω ξεπεταχτεί | ξεπεταγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεπεταχτεί | είχες ξεπεταχτεί | θα έχεις ξεπεταχτεί | να έχεις ξεπεταχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπεταχτεί | είχε ξεπεταχτεί | θα έχει ξεπεταχτεί | να έχει ξεπεταχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπεταχτεί | είχαμε ξεπεταχτεί | θα έχουμε ξεπεταχτεί | να έχουμε ξεπεταχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπεταχτεί | είχατε ξεπεταχτεί | θα έχετε ξεπεταχτεί | να έχετε ξεπεταχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπεταχτεί | είχαν ξεπεταχτεί | θα έχουν ξεπεταχτεί | να έχουν ξεπεταχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεπεταγμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεπεταγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεπεταγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεπεταγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεπεταγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεπεταγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεπεταγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεπεταγμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.