ξεπετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
'ξεπετώ < μεσαιωνική ελληνική ξεπετάζω και ξεπετώ < < ξε + πετῶ και πετάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκπετάζω < αρχαία ελληνική ἐκπετάννυμι.
Ρήμα
ξεπετώ (υπάρχουν και τύποι του ξεπετάγω, όπως παρατατικός ξεπέταγα αντί ξεπετούσα)
- Ολοκληρώνω κάτι πολύ σύντομα, με αμφίβολης ποιότητας αποτέλεσμα
- Μην τα ξεπετάς τα κείμενα χωρίς να ρίχνεις δεύτερη ματιά, ο άλλος δίνει 2 ευρώ για να διαβάσει την εφημερίδα
- Ανασκιρτώ
- Ξεπέταξε η καρδιά του, σαν την αντίκρισε.
- (το μεσοπαθητικό) Ξαφνική και χωρίς προειδοποίηση εμφάνιση.
- Πότε πρόλαβες και ξεπετάχτηκες εσύ;
- Δεν πρόλαβε να δει πότε ξεπετάχτηκε το μηχανάκι απ' τη στροφή.
- Όλο ξεπετάγονται καινούργια μοντέλα αυτοκινήτων.
- Μέσα απ' τα σκοτάδια ξεπετάχτηκε μια φλόγα.
- Γρήγορη σωματική ή/και πνευματική ανάπτυξη.
- Για πότε ξεπετάχτηκε αυτό το μικρό! Πώς μεγάλωσε!
Συγγενικά
Κλίση
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.