ξενοφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενοφοβία οι ξενοφοβίες
      γενική της ξενοφοβίας των ξενοφοβιών
    αιτιατική την ξενοφοβία τις ξενοφοβίες
     κλητική ξενοφοβία ξενοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xénophobie < αρχαία ελληνική ξένος + φόβος

Ουσιαστικό

ξενοφοβία θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.