ξενολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξενολατρία | οι | ξενολατρίες |
| γενική | της | ξενολατρίας | των | ξενολατριών |
| αιτιατική | την | ξενολατρία | τις | ξενολατρίες |
| κλητική | ξενολατρία | ξενολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξενολατρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.